Русско-новогреческий словарь - масло
Перевод с русского языка масло на греческий
с
1. (растительное, минеральное) τό λάδι, τό ἔλαιον:
оливковое ~ τό ληόλαδο, τό ἐλαιόλαδο· подсолнечное ~ τό σπορέλαιο{ν}· пальмовое ~ τό φοινι-κόλαδο, τό φοινικέλαιον миндальное ~ τό ἀμυγδαλόλαδο, τό ἀμυγδέλαιο{ν}· ореховое ~ τό καρυδέλαιο{ν}· розовое ~ τό ροδέλαιο{ν}· машинное ~ τό λαδί τής μηχανής, τό μηχανέλαιο, τό γράσο· эфирные ~а αἰθέρια ἐλαία·
2. (коровье) τό βούτυρο{ν}:
сливочное ~ τό φρέσκο βούτυρο· сбивать ~ κτυπώ (или δέρνω) τό γάλα· топленое ~ τό λυωμένο (или тб μαγειρικό) βούτυρο·
3. жив. τό λάδι:
писать ~ом ἐλαιογραφώ, ζωγραφίζω μέ λάδι· картина, написанная ~ом ἡ ἐλαιογραφία (или ὁ πίνακας) ζωγραφισμένος μέ λάδι, τό λάδι· ◊ подливать ~λ в огонь разг χύνω λάδι στή φωτιά· кататься как сыр в ~е разг περνώ ζωή καί κότα, περνώ κοτσάνι· все идет как по ~у разг ἡ δουλειά πάει καλά, ἡ δουλειά πάει φίνα.